-
1 поступать
поступать, поступить 1) (действовать) ενεργώ, φέρνομαι 2) (куда-л.) μπαίνω, εισάγομαι· \поступать в школу εισάγομαι στο σχολείο* * *= поступить1) ( действовать) ενεργώ, φέρνομαι2) (куда-л.) μπαίνω, εισάγομαιпоступа́ть в шко́лу — εισάγομαι στο σχολείο
-
2 поступить
-ступлю, -ступишьρ.σ.1. ενεργώ φέρνομαι, συμπεριφέρνομαι -поступить правильно ενεργώ σωστά•поступить осторожно ενεργώ προσεχτικά (επιφυλαχτικά)•
он -ил дурно в этом деле αυτός φέρθηκε σαν βλάκας σ αυτήν την υπόθεση•
поступить хорошо с кем-н. φέρνομαι καλά σε κάποιον•
поступить великодушно φέρνομαι-μεγαλόψυχα.
2. πιάνω δουλειά, μπαίνω, εισέρχομαι•поступить на фабрику πιάνω δουλειά στη φάμπρικα•
поступить в уни-верситт εισάγομαι στο πανεπιστήμιο•
поступить в школу πρωτοπηγαίνω στο σχολείο•. поступить на службу μπαίνω στην υπηρεσία.
3. φτάνω, έρχομαι•раненые -ли в госпитал οι τραυματίες έφτασαν στο στρατιωτικό νοσοκομείο•
-ли жалобы ήρθαν παράπονα.
|| περιέρχομαι, περνώ•на-сддство -ло в казну η κληρονομιά περιήλθε στο δημόσιο ταμείο.
|| πηγαίνω•сырь -ло в обработку οι πρώτες ύλες πήγαν για επεξεργασία.
παραιτούμαι από κάτι, απαρνούμαι αποποιούμαι υποχωρώ, ενδίδω,παραχωρώ.
См. также в других словарях:
φοιτώ — φοιτῶ, άω και ιων. τ. έω, ΝΜΑ 1. συχνάζω 2. πηγαίνω σε σχολείο, παρακολουθώ μαθήματα (α. «φοίτησε σε μια από τις καλύτερες σχολές χορού» β. «φοιτᾶν... παρὰ τὸν Σωκράτην», Πλάτ.) νεοελλ. (ειδικά) είμαι φοιτητής, σπουδάζω σε ανώτατο ή ανώτερο… … Dictionary of Greek